- διέβαλλες
- διαβάλλωthrowimperf ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταψεύδομαι — (AM) λέω ψέματα, ισχυρίζομαι ψεύτικα, προφασίζομαι («καὶ καταψεύδου καλῶς ὡς ἔστι Σεμέλης», Ευρ.) αρχ. 1. κατηγορώ κάποιον λέγοντας ψέματα, διαβάλλω («παῡσαί μου πρὸς τὸν βασιλέα καταψευδόμενος», Πλούτ.) 2. προσποιούμαι, υποκρίνομαι («ἃ… … Dictionary of Greek